- παράβαση
- (Νομ.). Στο δίκαιο χαρακτηρίζεται γενικά ως π. οποιαδήποτε παραβίαση νομικού κανόνα. Στο ποινικό δίκαιο διαφόρων χωρών, ο όρος π. δηλώνει ειδικότερα τα ελαφρύτερα αδικήματα, που ο ελληνικός Π.Κ. περιλαμβάνει στην κατηγορία των πταισμάτων. Στον ελληνικό Π. Κ., ο όρος π. χρησιμοποιείται είτε αναφορικά με ορισμένα αδικήματα (π. «περί τα δημόσια θεάματα», π. διατάξεων «περί οδών», «περί αιγιαλών», «περί νεκρών», «περί καθαριότητας» κλπ.) είτε για τη γενικότερη περίπτωση «παραβάσεων επιτακτικών ή απαγορευτικών διατάξεων διοικητικών νόμων» είτε, τέλος, όταν πρόκειται για τη συμμόρφωση γενικά προς τις αστυνομικές διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή προστίμου ή κράτησης.
* * *η / παράβασις, Α επικ. τ. παραίβασις, ΝΜΑ [παραβαίνω]1. η αθέτηση, η παραβίαση, η μη τήρηση, η μη εκτέλεση τού πρέποντος, παρεκτροπή (α. «παράβαση καθήκοντος» β. «τροχαία παράβαση» γ. «παράβασις τοῡ πατρίου νόμου», Ιώσ.)2. το κύριο χορικό μέρος τής αρχαίας αττικής κωμωδίας κατά το οποίο ο χορός άλλαζε θέση προχωρώντας εμπρός και εξέθετε προς τους θεατές γνώμες τού ποιητή σχετικά με τα δρώμενα ή σχετικά με οποιοδήποτε θέμααρχ.1. εκφυγή, διαφυγή2. ελάχιστη μεταβολή3. παρέκβαση («παράβασίν τινα... ἀπὸ τών ἄλλων τῶν ἐγκυκλίων πεπορισμένου», Στράβ.)4. εναλλαγή τού βήματος κατά το περπάτημα5. υπερβασία, αυθαιρεσία, παρακοή («τέκνα παραβάσεως καὶ ἀργίας», ΠΔ)6. πλάνη, παραίσθηση.
Dictionary of Greek. 2013.